- ξυστίς
- ξυστίς, -ίδος, ἡ (Α)1. πολυτελές ένδυμα από μαλακό ύφασμα με διάφορα ποικίλματα, που φορούσαν οι γυναίκες τής ανώτατης τάξης και το οποίο έφθανε μέχρι τα πόδια2. μακρύς χιτώνας που φορούσαν οι άνδρες, κυρίως οι ηνίοχοι σε αρματοδρομίες, ως επίσημη στολή («ὅταν σύ... ἅρμ' ἐλαύνῃς πρὸς πόλιν... ξυστίδ' ἔχων», Αριστοφ.)3. χλαμύδα που φορούσαν οι ηθοποιοί όταν υποδύονταν ήρωες τραγωδιών ή και κωμωδιών4. είδος ξέστρας με λαβή την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές για καθαρισμό τού σώματός τους, αλλ. ξύστρα, στλεγγίδα5. (κατά τον Ησύχ.) «λεπτὸν ὕφασμα καὶ περιβόλαιον»6. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ παχὺ ἱμάτιον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «λείος, ξυσμένος» + κατάλ. -ίς(πρβλ. κεραστ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.